Δημοτικό Σχολείο Αγνάντων

Καλώς ήρθατε!

Το Δημοτικό Σχολείο Αγνάντων Πηνείας σας καλωσορίζει στην ιστοσελίδα του! Ένα μικρό σχολείο σε ένα όμορφο απομακρυσμένο χωριό. . .

Κυνηγός που κυνηγούσε εις τα δάση μια φορά!



Στα πλαίσια του προγράμματος «Μονοπάτι στο δάσος» μελετούμε και το κυνήγι στην ορεινή Ηλεία μέσα από την ιστορία του. Πριν αναφερθούμε στο υλικό που στηριζόμαστε είναι απαραίτητο να αναφέρουμε σχετικά για το ξακουστό δάσος της Φολόης- Κάπελης.
Το δρυοδάσος της Φολόης – Κάπελης: Βρίσκεται στην ορεινή Ηλεία στα σύνορα της Αρκαδίας με την Αχαΐα και στους ΝΔ πρόποδες του όρους Ερυμάνθου. Έχει υψόμετρο 600 - 630 μέτρα και καλύπτει έκταση 218.000 στρεμμάτων. Πήρε το όνομα του Φολόη από τη Μυθολογία και τον βασιλιά των Κενταύρων Φόλο, φίλο του Ηρακλή. Σε όλο το οροπέδιο κυριαρχεί η ευθύκορμη βελανιδιά (δρυς), την οποία οι κάτοικοι της περιοχής ονόμασαν Κάπελη που σημαίνει πυκνό δάσος ή άφθονο δάσος. Η Κάπελη λέγεται και «μπαλκόνι της Ηλείας». Από τα ψηλότερα βουνά το βελανοδάσος μοιάζει σαν μεγάλο αλώνι με ακτίνα 10 χιλιομέτρων ενώ, από τα χαμηλότερα βουνά φαίνεται σαν δρεπάνι. Στην Φολόη - Κάπελη πηγάζει ο Πηνειός ποταμός ή Πηνειακός Λάδωνας και σχηματίζεται το φαράγγι γύρω από το χωριό Αντρώνι, που χαρακτηρίζεται ως οικότοπος μεγάλης ιστορικής και οικολογικής αξίας. Είναι ένα από τα σπανιότερα δάση και μοναδικό στα Βαλκάνια. Τα δένδρα της βελανιδιάς φτάνουν σε πολύ μεγάλο ύψος, είναι ευθύκορμα με πλάγια διακλάδωση και φύλλωμα σκούρο πράσινου χρώματος. Στον πλούσιο ίσκιο των δένδρων φυτρώνουν και ευδοκιμούν μόνο η φτέρη και τα σφερδούκλια. Την χλωρίδα της ευρύτερης περιοχής του δάσους αποτελούν οι καστανιές, τα πλατάνια, τα πουρνάρια, οι κουμαριές, τα σπάρτα, τα ρείκια καθώς και μερικά οπωροφόρα δένδρα. Η πανίδα της περιοχής από την αρχαιότητα και μέχρι το 1950 αποτελείτο κυρίως από αγριογούρουνα, ζαρκάδια, ελάφια. Σήμερα υπάρχουν πολλές χελώνες, καθώς και λαγούς, αλεπούδες, τσακάλια, κουνάβια, νυφίτσες και σκαντζόχοιρους. Η ορνιθοπανίδα αποτελείται από αετούς, πέρδικες, μπεκάτσες, φάσες, κίσσες, τρυγόνια, τσαλαπετεινούς, κούκους και κουκουβάγιες. Το βελανοδάσος είναι άνυδρο κατά την περίοδο του καλοκαιριού, επομένως διατηρείται μόνο από την υγρασία που έχει το έδαφος. Η συγκράτηση υγρασίας από το βρόχινο νερό στο έδαφος βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα λόγω των πολλών και ψηλών δένδρων βελανιδιάς σε μικρή απόσταση μεταξύ τους (1 με 1,5 μέτρα), της πυκνής χαμηλής βλάστησης κυρίως με φτέρη στα 50-60 εκατοστά και του φυλλοτάπητα που δημιουργείται από την πτώση των φύλλων της βελανιδιάς.
Ανιχνεύσαμε μελέτες λαογραφικού ενδιαφέροντος από τρεις περιοχές της ημιορεινής- ορεινής Ηλείας κι εκεί είδαμε οι συγγραφείς σε ξεχωριστή ενότητα να αναφέρουν παλιές μεθόδους κυνηγιού αλλά και ήθη κι έθιμα γύρω από τη δραστηριότητα αυτή των ανθρώπων, η οποία ανέκαθεν προσέλκυε τους φυσιολάτρες και ξεκινούσαν για "τα όρη, τ’ άγρια βουνά"! Παραθέτουμε τους τρόπους κυνηγιού σε ελεύθερη απόδοση για καλύτερη κατανόηση, ενώ τα αποσπάσματα από τα ήθη κι έθιμα έτσι όπως έχουν γραφεί. Οι εκθέσεις συντάχθηκα από τα τέλη δεκαετίας του 1960 μέχρι και τις αρχές δεκαετίας του 1970. Πρόκειται για προφορικές μαρτυρίες από κατοίκους των χωριών που εντάχθηκαν σε αυστηρά δομημένες ενότητες. Η ενότητα «Κυνήγι» εμφανιζόταν μόνο σε εργασίες που είχαν να κάνουν με τη συλλογή λαογραφικής ύλης από ορεινούς- ημιορεινούς οικισμούς.
Μεθοδολογία κυνηγιού στην Πηνεία: «Το κυνήγι ανέκαθεν για τους κατοίκους της Πηνείας αποτελούσε προσφιλή απασχόληση βιοτική και ψυχαγωγική. Τα θηράματα κατά την ορολογία των κυνηγών διακρίνονται σε λαγούς, πέρδικες, μπεκάτσες, ορτύκια. Σήμερα (1970) χρησιμοποιούνται όλα τα εν χρήσει μέσα. Κατά το παρελθόν χρησιμοποιούνταν εκτός των κυνηγετικών όπλων και οι «θηλιές», οι «πλακοπαγίδες» και οι «γαλοπούλες». Οι θηλιές κατασκευάζονταν από τρίχες ουράς αλόγου. Το ένα άκρο προσδενόταν με στέρεο τρόπο σε ένα θάμνο, το δε άλλο σχημάτιζε βρόγχο. Εντός του αθέατου βρόγχου, τοποθετούνταν ένα δεμένο σκουλήκι. Το πτηνό όταν πήγαινε να αρπάξει το σκουλήκι, το κατάπινε με το βρόγχο. Ο βρόγχος κοκάλωνε στο λαιμό του πουλιού κι έτσι το πουλί συλλαμβανόταν.
Η πλακοπαγίδα είναι πλέγμα από ξύλα. Τοποθετείται επικλινώς προς το έδαφος ώστε να σχηματίζει οξεία γωνία. Στο ανοιχτό μέρος στηρίζεται ελαφρώς σε κάθετο λεπτό ξύλο, πάνω στο οποίο τοποθετείται ένα σκουλήκι. Πάνω από την παγίδα υπάρχει χώμα. Το πτηνό προσπαθεί να αρπάξει το σκουλήκι και στην προσπάθεια αυτή κινεί το στήριγμα μέχρι να καταπλακωθεί από το χώμα.
Τους λαγούς συλλαμβάνουν οι χωρικοί με τις γαλοπούλες. Οι χωρικοί αφήνουν τα πτηνά γύρω από φωλιές τις οποίες υποπτεύονται. Ο θόρυβος των πτηνών τρομάζει τους λαγούς, οι οποίοι βλέποντας τον κυνηγό εγκαταλείπουν την προσπάθεια διαφυγής και τότε ο κτηνοτρόφος με ένα χτύπημα ακινητοποιεί τον λαγό.
Οι κυνηγοί διακατέχονται από ορισμένες προλήψεις. Διαδεδομένη πολύ είναι η εξής: Κατά την 1ην του έτους πρέπει απαραιτήτως να κυνηγήσουν και να βάψουν το τουφέκι τους. Σε κάθε χωριό υπάρχουν πρόσωπα «γούρικα» και πρόσωπα «γρουσούζικα». Ο κυνηγός εξετάζει το πρόσωπο το οποίο πρώτο θα δει το πρωί. Αν δει «γούρικο» , συνεχίζει την πορεία του για το κυνήγι. Σε αντίθετη περίπτωση, επιστρέφει στο σπίτι του και δεν επιχειρεί ξανά να βγει από αυτό όλη την ημέρα.»

Ήθη κι έθιμα κυνηγιού από τα Κρέστενα και από την Αγία Άννα:

«Ωραία ήσαντε τα έθιμα του κυνηγιού εκείνα τα χρόνια. Τώρα πια δεν τηράνε τίποτα από τούτα. Ο κυνηγός που θα πήγαινε για πρώτη φορά κυνήγι έπρεπε να βάνει μέσα στο τουφέκι του ένα σπειρί λιβάνι. Από τα πουλιά που θα πρωτοσκότωνε έβγανε λίγα πούπουλα και τα κρέμαγε στα εικονίσματα, άλλα έκαιγε στη φωτιά του παραγωνιού. Τα πούπουλα τα υπόλοιπα τα χωνε στη γη. Την ώρα που τηγανίζανε το πρώτο κυνήγι δεν έπρεπε να μιλάει κανείς. Αν την πρώτη φορά δεν σκότωνε κανένα πουλί, δεν έβγανε τσιμουδιά στους άλλους για να φύγει η γρουσουζιά! Αν έστενε θηλιές, για να πιάνε πολλά πουλιά, το πρώτο που θα βρισκε στη θηλιά το πέρναγε στο λαιμό του. Προσέχανε πάντα να μη σκοτώσουνε κουνάβι με πέτρες διότι διαφορετικά θα γιομίζανε τα χέρια τους σκαρναβίτσες. Σαν ματιαστεί το όπλο του κυνηγού, αδρασκελά τρεις φορές γδυτός, με το τουφέκι του αστείρευτη πηγή.»
«Πρώτα, παιδάκι μου, οι άντρες εκυνηγάγανε όποτε ηθέλανε λαγούς, κοτσύφια, ορτύκια ή άλλα πουλιά με το δίκανό τους. Τώρα όμως δεν τους αφήνουμε ουλοένα, αλλά οπότε είπει η αστυνομία. Τα παιδιά στήνουνε δόκανα σιδερένια ή θηλιές από βέργα σκίντσου μ’ ένα σκουληκάκι, που άμα πάνε να το φάνε κλείνει η θηλιά που ναι με τρίχα από ουρά αλόγου και τα πιάνει.»
Τέλος, παραθέτουμε ένα τραγούδι που τραγουδιόταν άλλοτε στο σχολείο και είχε να κάνει με το κυνήγι του ελαφιού. Είναι ιδιαίτερα συγκινητικό, όχι μόνο για τα παιδιά να ακούνε αλλά και οι μεγάλοι τραγουδώντας να τους αφήνει μια μελαγχολική γεύση. Θίγει με τον καλύτερο τρόπο ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα... το κυνήγι μέσα από τη ματιά των ζώων.

Η 'λαφίνα

Όλα τα 'λαφια βόσκουνε κι όλα δροσολογούνται
μα μια 'λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ' άλλα.
Μόνο τ' απόσκια περπατεί, τ' απόζερβα αγναντεύει,
κι όπου έβρει γάργαρο νερό, θολώνει εις το και πίνει...

Ο ήλιος τη ρώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει:
"Γιατί, 'λαφίνα ταπεινή, δεν πας κοντά με τ' άλλα;
Μόνο τ' απόσκια περπατείς, τ' απόζερβα αγναντεύεις,
κι όπου έβρεις γάργαρο νερό, θολώνεις εις το και πίνεις;"

"Ήλιε μου, σαν με ρώτησες θα σου τ' ομολογήσω.
Δώδεκα χρόνους έμεινα στείρα χωρίς ελάφι.
Κι από τους δώδεκα κι εμπρός απέκτησα 'λαφάκι.
Μα κει που βγήκε ο βασιλιάς να ελαφοκυνηγήσει,
το βρίσκει που 'πινε νερό και το διπλοσκοτώνει..."

Ο ήλιος εδάκρυσε κι εχάθη το φεγγάρι,
κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές βαθιά αναστενάξαν.

"Κλάψε με, μάνα, κλάψε με, με ήλιο με φεγγάρι.
Κλάψε με, μάνα, κλάψε με, με ήλιο με φεγγάρι"

Ξεχασμένα σχολικά τραγούδια


Το παρελθόν είναι και παρόν. Καθετί ξεχασμένο που παρουσιάζει έκδηλα στοιχεία κοινά με το παρόν, όταν το ανασύρουμε στη μνήμη μας γεμίζει συγκίνηση. Έτσι γίνεται και με τα τραγούδια που κάποτε οι παιδικές φωνούλες γλυκά τραγουδούσαν, και οι δάσκαλοι της επαρχίας δεν παραμελούσαν να ετοιμάζουν για τις γιορτές. Κάποτε υπήρχε και η μουσική σαν μάθημα υποχρεωτικό στα σχολειά και το «σχολικό τραγούδι» αποτελούσε μια ενότητα που συνεχώς εμπλουτιζόταν με νέα άσματα.
Μπορεί η αγροτική κοινωνία να έχει συρρικνωθεί κατά πολύ, μπορεί τα σχολεία στα χωριά να κλείνουν το ένα μετά το άλλο επειδή δεν υπάρχουν πια μαθητές εκεί αλλά, μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν ακόμη κάποιες αγροτικές παραδοσιακές οικογένειες σε μικρά χωριά.
Στα Άγναντα, τέως Σινούζι, που άλλοτε έσφυζε από ζωή, από παιδιά- αγροτόπαιδα να ακούγονται απ’ άκρη σ’ άκρη του χωριού έχουν μείνει ελάχιστες οικογένειες που οι γονείς είναι τσοπάνηδες. Τα παιδιά συχνά- πυκνά βόσκουν τα πρόβατα της οικογένειας από το μεσημέρι και μετά. Τι ωραίο συναίσθημα να έρχονται τα παιδιά στο σχολείο και να λένε εμπειρίες από το άρμεγμα, τη βοσκή, τη σφαγή. Παιδιά που δουλεύουν, συνάμα έχουν τέτοια λάμψη στο πρόσωπό τους όταν έρχονται στο σχολείο! Ο Παναγιώτης, μαθητής της Β’ Τάξης, με μια παιδική αθωότητα και αφέλεια δικαιολογείται όταν δεν έκανε μια εργασία: «Κυρία, είχα δουλειές.. φύλαγα τις μπερνάκες και δεν πρόλαβα!» Τι να του πεις, απλά χαμογελάς.
Από το προσωπικό αρχείο της συνταξιούχου δασκάλας Σπ. Γεωργοπούλου αντλήσαμε και χρησιμοποιήσαμε παλαιά σχολικά τραγούδια φυσιολατρικά. Τραγούδια με θέμα τους βοσκόπουλα, ρεματιές και δάση. Φτιάχτηκαν με σκοπό να τραγουδηθούν από αγνές ψυχούλες που όνειρό τους ήταν να γίνουν μεγαλοβοσκοί. Παιδιά που επρόκειτο να ακολουθήσουν το επάγγελμα του πατέρα τους, άσχετα αν μάθαιναν πολλά ή λίγα γράμματα. Η αγροτιά θα ήταν για αυτά ο τρόπος για να βγάλουν τίμια το ψωμί τους. Αναβιώνουμε με τη φαντασία μας σχολικές στιγμές του παρελθόντος, όταν δάσκαλοι και μαθητές τραγουδούσαν τέτοια τραγούδια και μας γεμίζει μια νοσταλγία. Εδώ παραθέτουμε μερικά από τραγούδια τέτοιου είδους σε στίχους, που θα ηχογραφηθούν από τους σημερινούς μαθητές οσονούπω και θα συμπληρώσουν την παρούσα εργασία.

ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ

Για ιδές, χαράζει στο βουνό,
η νύχτα χαιρετάει.
Κοντεύουν τ’ άστρα να σβηστούν,
κι ο ουρανός γελάει.

Γλυκιά η φλογέρα του βοσκού,
από τη ράχη πέρα.
Στέλνει γλυκούς χαιρετισμούς,
στο φως και στην ημέρα.

Άκου τραγούδι τ’ αηδονιού,
σμίγει με τη φλογέρα.
Τι συναυλίες είν’ αυτές,
στον κάμπο στον αέρα.

Όλα μιλούν για το Θεό,
ο ήλιος το φεγγάρι.
Κι εγώ στον κόσμο όσο ζω,
θα Τον υμνώ με χάρη.

ΤΟ ΤΣΟΠΑΝΟΠΟΥΛΟ


Να ‘μουνα τσοπανόπουλο
Με τη γλυκιά φλογέρα
Να ζήσω πότε στα βουνά
Πότε στον κάμπο πέρα
Να χω κοπάδια πρόβατα
Σκυλιά να τα φυλάνε
Και στη δική τους συντροφιά
Οι μέρες να περνάνε

Το καλοκαίρι στα βουνά
Στις ράχες στα λαγκάδια
Με το χειμώνα το βαρύ
Στους κάμπους στα χειμάδια
Να πέφτω με την κάπα μου
Στα χόρτα και στα φύλλα
Να φτιάχνω γκλίτσες όμορφες
Να πελεκώ τα φύλλα

Απάνω στις ψηλές κορφές
Να παίζω τη φλογέρα
Να αντιλαλάει ως το χωριό
Κι εκει στον κάμπο πέρα
Να τρώω μπομπότα και τυρί
Νερό να πίνω χιόνι
Ως που να γίνω γέροντας
Και να διαβούν οι χρόνοι


ΒΑΘΙΑ ΜΕΣ ΤΟ ΔΑΣΟΣ

Βαθιά μες το δάσος
και στη σιγαλιά
Ακούω τι λέει η χλόη στ’ αργό το ποτάμι
Και του ψιθυρίζει γλυκά

Άκου τον άνεμο
που σφυρίζει
Περνώντας μες απ’ τα πυκνά τα κλαδιά
Και κάτι σιγοτραγουδά.

Για έλα στο δάσος κι εσύ μια φορά
με τη φύση
Προσπάθησε να την πλησιάσεις
Και τότε κοντά της θα βρεις τη χαρά

Για έλα στο δάσος κι εσύ να χαρείς
Να νιώσεις το κάθε πουλάκι
Τ’ αγνό λουλουδάκι
Γλυκά το Θεό να υμνεί.

Παλαιά αντικείμενα- Μέρος Α'


(Ευχαριστούμε τον κο Αχιλλεόπουλο Βασίλη για τις φωτογραφίες στην παρούσα ανάρτηση)
Σε όλα τα χωριά της Ελλάδας, που όσο μεγάλη ή μικρή ιστορία έχει το καθένα μέσα στο χρόνο, βρίσκουμε ομοιότητες πολλές στα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή τους ζωή. Έτσι λοιπόν και στα Άγναντα. Έχει σημασία να κατανοήσουμε το ρόλο τους στη ζωή των κατοίκων και να μην τα βλέπουμε αποκομμένα από το πλαίσιο στο οποίο κάποτε ήταν χρήσιμα. Οι παλιοί χωριανοί ήταν και αυτοί άνθρωποι, είχαν ανάγκες. Έκαναν οι νοικοκυρές τις δουλειές τους, οι άντρες είχαν άλλα μέσα προς εξυπηρέτησή τους.Δε θα θέλαμε σε καμία περίπτωση να παραθέσουμε φωτογραφίες στη σειρά χωρίς σχόλια και επεξηγήσεις. Οι παρούσες αποτελούν την αφορμή για την πραγματοποίηση των έργων.

Η εικαστική απεικόνιση μιας εικόνας από το παρελθόν όπου κάποιοι χρησιμοποιούν ή σχετίζονται με το καθένα από τα παρακάτω εκθέματα είναι θέμα εργασίας των μαθητών που θα παρουσιαστεί στη συνέχεια, στην ενότητα της Λαογραφίας.

Το κάψιμο. . . των παλιών βιβλίων και φακέλων: μια μόδα που σκοτώνει την ιστορία!



Πολύ συχνό φαινόμενο στη χώρα μας αποτελεί η καταστροφή του αρχείου των υπηρεσιών γενικά αλλά και των σχολικών μονάδων ιδιαίτερα. Η εξάλειψη των πρωτογενών πηγών στα σχολεία επιτυγχάνεται με πολλούς τρόπους όπως, κάψιμο παλαιών σχολικών βιβλίων περασμένων δεκατιών αλλά και του περασμένου αιώνα.
Δεν είναι λίγα τα δημοτικά σχολεία που μετρούν χρόνο λειτουργίας πάνω από 100 έτη.
Με μια σύντομη αναδρομή θυμόμαστε ότι το Δημοτικό Σχολείο (του λαού σχολείον) θεσμοθετήθηκε με το διάταγμα της 6ης/18ης Φεβρουαρίου 1834 για την οργάνωση των δημοτικών σχολείων. Από τότε κι ύστερα ιδρύονται τα πρώτα δημοτικά σχολεία στην Ελλάδα, των οποίων οι χρηματικοί πόροι θα προέρχονταν από τον εκάστοτε δήμο. Το 1881 με διάταγμα "Περί συστάσεως δημοτικών σχολείων εν ταις νέαις επαρχίαις" πολλά σχολεία ιδρύονται σε όλη την επικράτεια. Βρίσκονται υπό την αιγίδα των δήμων οι οποίοι, με κάποια οικονομική ενίσχυση από το Κράτος, φροντίζουν για τις λειτουργικές δαπάνες αυτών και κανονίζουν τη μισθοδοσία των δημοδιδασκάλων.
Κάθε χωριουδάκι είχε και το σχολείο του που αποτελούσε ζωντανό κύτταρο πολιτισμού. Πριν τη μαζική συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις τα σχολεία της επαρχίας είχαν αυξημένο μαθητικό δυναμικό, το οποίο για τα σημερινά δεδομένα θα δικαιολογούσε 6 θέσεις δασκάλων! Ακόμα και το δικό μας σχολείο πριν από μισό αιώνα είχε μαθητές 80! Τι δυνατότητες θα είχε ο δάσκαλος τότε να κάνει δραστηριότητες, όπως οι γυμναστικές επιδείξεις!
Τα Βιβλία που κρατούσε το σχολείο στο αρχείο του, όπως Μαθητολόγια, Βιβλίο Ελέγχου και Προόδου κ.α., αποτελούν τη βασική πηγή μέσα από τη μελέτη της οποίας γυρίζουμε πίσω και βλέπουμε ενδιαφέροντα στοιχεία που καταγράφονταν εκεί. Η ηλικία των παιδιών κατά τη φοίτησή τους, οι οικογένειες που προέρχονταν οι μαθητές. . . Οι ιδιαιτερότητες της τοπικής κοινωνίας διαφαίνονται μέσα από τέτοιο υλικό.
Για τους ερευνητές χρήσιμοι θα ήταν και οι φάκελοι (νόμιμοι ή άτυποι) που κρατούσαν οι διευθυντές στο αρχείο του σχολείου με την αλληλογραφία, καθώς και με τα κάθε είδους έγγραφα που αφορούσαν τη λειτουργία της μονάδας. Είναι σημαντικό να πούμε ότι ακριβώς για το λόγο ότι ο διορισμός του δασκάλου στο παρελθόν γινόταν σύμφωνα με κάποια κριτήρια, σύνηθες ήταν το "φακέλωμα" του δασκάλου από τους Επιθεωρητές αλλά και το "φακέλωμα" των οικογενειών των μαθητών από τους δασκάλους έδινε κι έπαιρνε σε μια κλειστή κοινωνία!
Τέτοιες γραπτές μαρτυρίες που μπορεί να υπάρχουν σε ξεχασμένα βιβλία, σκονισμένα ράφια, ανάμεσα σε άλλα σκουπίδια σε υπόγεια και αποθήκες σχολείων, ή και σε παλιά κτίρια που λειτουργούσαν κάποτε σχολεία και τώρα έχουν κλείσει, καλό θα ήταν εμείς ως λειτουργοί της εκπαίδευσης να μην αφήνουμε να πάνε χαμένα! Ας ενδιαφερθούμε να προστατευτεί πολύτιμο υλικό μέσα από το οποίο μελετώντας έχουμε τη δυνατότητα να ανασύρουμε άγνωστα στοιχεία της τότε κοινωνίας! Ενδιαφέρει εμάς πρωτίστως τους λειτουργούς της εκπαίδευσης, βλέποντας τη δουλειά του δασκάλου μέσα στο χρόνο αλλά και αγαπώντας τον τόπο όπου υπηρετούμε μέσα από την ιστορία του σχολείου του.

Παραδοσιακό Φαγητό ορεινής Πηνείας


Η συνταγή είναι παρμένη από το βιβλίο "Παραδοσιακή Κουζίνα Αγροτικών Περιοχών Πελοποννήσου- Δυτικής Στερεάς Ελλάδας". Η διερεύνηση για την παραδοσιακή κουζίνα των αγροτικών περιοχών πραγματοποιήθηκε τα έτη 1976 και 1977 από υπαλλήλους Αγροτικής Οικιακής Οικονομίας των Διευθύνσεων Γεωργίας της Περιφερειακής Διεύθυνσης Γεωργικής Ανάπτυξης Πελοποννήσου και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η συγκεκριμένη χρονολογείται πριν το 1900. Ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται πολύ από τις αγροτικές οικογένειες που έχουν παράδοση.
Ορεινά Χωριά της Πηνείας "Τραχανάς με μπλιγούρι"
Μουσκεύουμε με νερό, σκληρό σιτάρι και το ντριβαλίζουμε ή χοντροκόβουμε σε ειδικούς μύλους. Αφήνουμε γάλα πρόβειο 7-8 ημέρες να ξυνίσει. Η αναλογία είναι 1 κιλό σιτάρι, μία φλυτζάνα αλεύρι, 1 κιλό γάλα και λίγο αλάτι. Αφού ξυνίσει το γάλα, ζυμώνουμε το σιτάρι και αλεύρι, προσθέτοντας λίγο- λίγο το γάλα μέχρι να γίνει ένας αραιός χυλός. Βράζουμε όλο αυτό το μείγμα 2 περίπου ώρες σε σιγανή φωτιά μέχρι να πήξει. Μετά το απλώνουμε σε δροσερό μέρος να μισοστεγνώσει. Τον τρίβουμε ελαφρά με τις παλάμες, για να σχηματισθούν μικρά- μικρά κομματάκια, τα οποία τα απλώνουμε πάλι, για να ξεραθεί τελείως ο τραχανάς.
Είναι γευστικό και θρεπτικό παρασκεύασμα. Μαγειρεύεται σκέτος με φρέσκια ντομάτα, άσπρο πιλάφι με χοιρινό κρέας. Τρώγεται επίσης νωπός, πριν απλωθεί για στέγνωμα σαν κρέμα.

Οικολογική καταστροφή



Λαμβάνοντας αφορμή από τις φωτιές του 2007 στην Πελοπόννησο αλλά και στο χωριό μας ιδιαίτερα ξεκινήσαμε το σχέδιο εργασίας με θέμα: "Μονοπάτι στο δάσος". Για να κατανοηθεί ο ρόλος των δέντρων στη φύση, κατασκευάσαμε ένα πόστερ με τα δέντρα προσωποποιημένα και ζωντανά πριν τη φωτιά, δίπλα τις ώρες της κόλασης όταν παντού όλα φλέγονταν και, τέλος, το μαύρο τοπίο που απλώθηκε παντού. Πέρα από το αισθητικό, το οποίο φέρνει μόνο λύπη στην καρδιά, απεικονίζεται το δάσος νεκρό. Η φύση είναι νεκρή. Το περιβάλλον πια αλλάζει.

Από το αρχείο του σχολείου μας


Μπορεί το σχολικό αρχείο μας να μην είναι πλούσιο αλλά σίγουρα ανοίγοντας το μοναδικό εναπομείναν Βιβλίο Πιστοποιητικών Σπουδής από το έτος 1964 μπορούμε να αντλήσουμε αρκετά στοιχεία που συνθέτουν την εκπαιδευτική πραγματικότητα της κοινότητας Αγνάντων εκείνη την περίοδο.
Στις φωτογραφίες φαίνονται τα ονόματα των μαθητών το σχολικό έτος 1963- 64, ο τόπος καταγωγής, η ηλικία φοίτησης, το επάγγελμα του γονέα, ο τελικός βαθμός που έλαβαν, η διαγωγή "Κοσμιωτάτη" για άπαντες και ο χαρακτηρισμός "Προήχθη" και "Απελύθη". Σημειώνουμε ότι το σχολείο τότε ήταν διθέσιο.
Οι παρατηρήσεις που κάναμε:
α) Όλοι οι μαθητές ήταν Αγναντιώτες, 45 στον αριθμό. Η αναλογία στο φύλο ήταν: 17 κορίτσια και 28 αγόρια. Τα πιο σύνηθη ονόματα ήταν Αχιλλεόπουλος, Βγενόπουλος, Δανίκας, Ντέλης, Θεοδωρόπουλος και Μπούρλας. Και οι σημερινοί μαθητές είναι απόγονοι αυτών.
β) Φοιτούσαν ανά τάξη: 5 στην Α', 7 στη Β', 12 στη Γ', 5 στη Δ', 9 στην Ε' και 7 στην ΣΤ'.
Η φοίτηση στην Α' Τάξη ξεκινούσε σε ηλικία 7 ή 8 χρόνων. Πολλές φορές οι μαθητές "απορρίπτονταν" και διδάσκονταν ξανά την επόμενη σχολική περίοδο την ύλη της προηγούμενης. Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί η προσθήκη στη λίστα των μαθητών και δύο ακόμα, η ηλικία των οποίων αυτό το σχολικό έτος ήταν 22 και 31. Κατά το δεύτερο τρίμηνο του ιδίου έτους πήραν πιστοποιητικό ότι τελείωσαν τις τάξεις Γ' και Ε' με βαθμούς 9 και 8 αντίστοιχα. Κάτι ανάλογο έγινε στο τέλος της λίστας, στην οποία προστέθηκαν επιπλέον τρεις μαθητές όχι συνηθισμένης ηλικίας για μαθητές δημοτικού. Η συνέχιση της λίστας έγινε από τον επόμενο δάσκαλο και οι ηλικίες των μαθητών ήταν 38, 22 και 23. Απολύθηκαν από το Δημοτικό Σχολείο Αγνάντων οι δύο εξ αυτών με 7 και ο τρίτος προήχθη με 8. Η χρονολογία που καταγράφεται είναι το 1965 και οι λόγοι που κατετάγησαν στις σελίδες του σχολικού έτους 1963- 64 είναι άγνωστοι.
Παρατηρείται αρκετά συχνά η επιστροφή των μαθητών στα θρανία. Οι λόγοι διακοπής φοίτησης δεν αποτελούν κατασταλτικό παράγοντα στο να επιχειρήσουν να πάρουν το "Απολυτήριο" το οποίο τότε έπαιζε ρόλο όχι μόνο στην εξεύρεση εργασίας αλλά και στην αποδοχή τους από τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού ως "άξιους". Από αυτό το σημείο διαφαίνεται ότι η τοπική κοινωνία ασκούσε μια επιρροή καθοριστικής σημασίας στους ανθρώπους.
γ) Το επάγγελμα των γονέων ήταν το ίδιο, δηλαδή "γεωργός". Ο πληθυσμός ήταν αμιγώς αγροτικός. Οι οικογένειες συντηρούνταν από την κτηνοτροφία η οποία άκμαζε στην περιοχή λόγο της πλούσιας χλωρίδας και εκτρέφονταν από τους κατοίκους αιγοπρόβατα.
δ) Η τελευταία και πιο ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι οι βαθμολογίες των μαθητών.
Εμφανίζονται οι παρακάτω βαθμοί στις εξής συχνότητες: 2 μαθητές βαθμό 10, 3 μαθητές βαθμό 9, 15 μαθητές βαθμό 8, 9 μαθητές βαθμό 7, 14 μαθητές βαθμό 6, 7 μαθητές βαθμό 5. Σαφώς οι δάσκαλοι ήταν αυστηρότεροι όχι μόνο στην αξιολόγηση των μαθητών αλλά και στις τιμωρίες που επέβαλαν σχεδόν καθημερινά. Η μη προετοιμασία από το σπίτι για το σχολείο συνεπάγονταν τις ραβδιές την επόμενη μέρα από το δάσκαλο που όλοι τον έτρεμαν. Πολλά από τα παιδιά διάβαζαν στην ύπαιθρο όπου μετά το μεσημέρι βοσκούσαν τα ζώα της οικογένειας. Βοήθεια από τα μεγαλύτερα αδέλφια ήταν πιο συνηθισμένη (κι αυτή όχι πάντοτε) απ' ό,τι από τους ίδιους τους γονείς, που όντας πολύτεκνοι οι περισσότεροι είχαν πλήθος άλλων υποχρεώσεων.
Μέσα από τη μελέτη ενδεικτικά τις λίστες του σχολικού έτους 1963- 64 στο Βιβλίο Πιστοποιητικών Σπουδής, μεταφερόμαστε σε μιαν εποχή πιο δύσκολη λόγω της συντηρητικής ιδεολογίας που κυριαρχούσε σε όλη την Ελλάδα. Εκεί οι συνθήκες διαβίωσης πολύ χειρότερες από σήμερα στα χωριά, οι δάσκαλοι αυθεντίες και φόβητρο για τους μαθητές αλλά η εκτίμηση του σχολείου πολύ μεγαλύτερη από τους γονείς και μαθητές του 2010.

Περί υπόστασης του μονοθέσιου σχολείου στην Ελλάδα (Μέρος Πρώτο)



Αφορμή για την ανάρτηση αυτή υπήρξε η έρευνα για άλλα μονοθέσια σχολεία στην Πελοπόννησο αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα. Βρισκόμαστε στα πρόθυρα της διοικητικής μεταρρύθμισης Καποδίστριας ΙΙ που αναμφισβήτητα θα επηρεάσει και την εκπαιδευτική πραγματικότητα. Στο όνομα της αποκέντρωσης η λειτουργία του σχολείου θα καθορίζεται από τις επιχειρηματικές κλίσεις της κάθε περιφέρειας. Από τη μία, το σχολείο θα συνδεθεί με την τοπική κοινωνία και με τα «θέλω» της (αστικό σχολείο) αλλά από την άλλη με την κατάργηση πολλών μονοθέσιων σχολικών μονάδων οι μαθητές προσπαθούν να υιοθετήσουν ξένη ταυτότητα. Την ταυτότητα των πολυθέσιων σχολείων που φοιτούν στα αστικά κέντρα ή στις έδρες δήμων.
Η Ελλάδα εφαρμόζει ετεροχρονισμένα αυτό που είχαν κάνει άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία, η οποία ως παραδοσιακά συγκεντρωτική χώρα προωθεί τη συρρίκνωση των σχολικών μονάδων και την κατάργηση αυτών της υπαίθρου. Τώρα πια τα μονοθέσια σχολεία δεν κλείνουν μόνο για λόγους έλλειψης μαθητικού δυναμικού αλλά και με νομοθετική ρύθμιση. Επιχείρημα δεν αποτελεί η σχολική αποτυχία αφού μέσα από τη διαφωτιστική έρευνα του Γιάννη Φυκάρη «Τα ολιγοθέσια δημοτικά σχολεία στην ελληνική εκπαίδευση» διαφαίνεται μεν μια ελαφριά υπεροχή των μαθητών που φοιτούσαν σε πολυθέσια σχολεία αλλά η στατιστική συσχέτιση μεταξύ οργανικότητας και επίδοσης που βαίνει ευθέως ανάλογα εμφανίζεται ασήμαντη.
Η γαλλική κοινωνία διαπίστωσε την ανυπαρξία κοινωνικής συνοχής και προσπάθησε να επαναφέρει στη λειτουργία πολλά μονοθέσια και ολιγοθέσια σχολεία τα οποία όχι μόνο υπάρχουν αλλά λειτουργούν ως πολιτιστικά κέντρα της περιοχής που βρίσκονται. Σε αντίθεση με την πολιτική περιθωριοποίησης μονοθέσιων και ολιγοθέσιων σχολείων στην Ελλάδα, εκεί το ωρολόγιο πρόγραμμα εμπλουτίζεται με διδασκαλία ξένης γλώσσας και πληροφορικής ενώ εφαρμόζεται και η μέθοδος τηλεδιάσκεψης στην εκπαιδευτική πράξη.
Ο Κολοβός Στέφανος, σχολικός σύμβουλος, στο άρθρο του «Για το ζήτημα των μονοθέσιων και των άλλων ολιγοθέσιων σχολείων» αναφέρει ότι: «για να αρχίσουμε ως κοινωνία να σκεφτόμαστε διαφορετικά πρέπει να κατανοήσουμε ότι η κατάργηση σχολείων και η ίδρυση σχολικών κέντρων δεν λύνει αλλά μεταθέτει το πρόβλημα. Ότι η μεταφορά των μαθητών δεν συνάδει με τη φύση της στοιχειώδους εκπαίδευσης, ότι η βασική μόρφωση ατροφεί όταν το σχολείο παύει να επεξεργάζεται τα ερεθίσματα του οικείου περιβάλλοντος, και αντίστροφα ότι η μικρή τοπική κοινωνία αργοπεθαίνει καθώς δεν αναζωογονείται από τις καθημερινές δραστηριότητες της σχολικής κοινότητας…».